-
1 batı
δύση, εσπερία, Φραγκιά -
2 garp
δυση -
3 západ
δύση -
4 west
δύση -
5 zachód
δύση -
6 запад
запад м 1) δύση на \запад от... δυτικά από... с \западα απ'τη δύση на \западе δυτικά, στη δύση 2) (3) η Δύση страны Запада οι δυτικές χώρες* * *м1) δύσηна за́пад от... — δυτικά από…
с за́пада — απ'τη δύση
на за́паде — δυτικά, στη δύση
2) (з.) η Δύσηстра́ны За́пада — οι δυτικές χώρες
-
7 запад
запад м ἡ δύση [-ις]:к \западу πρός δυσμάς, δυτικά, στή δύση· к \западу от... δυτικά του... (τής...)· на \запад στή δύση, δυτικά· на \запад от... δυτικά ἀπό...· на \западе δυτικά, στή δύση· с \запада ἀπ' τή δύση, ἀπό τή δυτική μεριά. -
8 закат
-а α.1. δύση, βασίλεμα•закат солнца η δύση του ήλιου.
|| το πανόραμα του βασιλέματος του ήλιου.2. μτφ. τέλος ύπαρξης ή δράσης.3. παλ. οι δυτικές χώρες, η δύση.εκφρ.на -е дней – τις τελευταίες μέρες της ζωής. -
9 закат
закат м το βασίλεμα, η δύση \закат солнца το ηλιοβασίλεμα* * *мτο βασίλεμα, η δύσηзака́т со́лнца — το ηλιοβασίλεμα
-
10 заход
-
11 west
[west] 1. noun1) (the direction in which the sun sets or any part of the earth lying in that direction: They travelled towards the west; The wind is blowing from the west; in the west of Britain.) δύση2) ((often with capital: also W) one of the four main points of the compass.) Δύση2. adjective1) (in the west: She's in the west wing of the hospital.) δυτικός2) (from the direction of the west: a west wind.) δυτικός3. adverb(towards the west: The cliffs face west.) δυτικά- westerly- western 4. noun(a film or novel about the Wild West: Most westerns are about cowboys and Red Indians.)- westward
- westwards
- westward
- go west
- the West
- the Wild West -
12 запад
-а α.δύση•на запад προς δυσμάς (δυτικά)•
к -у προς τη δύση, προς τα δυτικά•
с -а από τα δυτικά.
|| η δυτική Ευρώπη•торговля между востоком и западом εμπόριο (μεταξύ) Ανατολής και. Δύσης.
-
13 заход
-а α.1. επίσκεψη. || πηγαιμός.2. το μπάσιμο, εισχώρηση.3. γύρισμα, στρίψιμο, εξαφάνιση.4. δύση•заход солнца δύση του ήλιου.
5. (στρατ.) εξόρμηση• προσέγγιση. -
14 закат
1. (дефект проката) το ελάττωμα της έλασης 2. (солнца) η δύση του Ηλίουτο ηλιοβασίλεμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закат
-
15 запад
η δύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запад
-
16 заход
1. ав. η προσέγγιση 2. (резьбы) η αρχή, το ξεκίνημα (του σπειρώματος) 3. (солнца) η δύση του Ηλίου 4. (судна в порт) о ελλι-μενισμ/όςη είσοδος (του πλοίου στον λιμένα)· *порт - а λιμάνι - ούрасходы по - у в порт έξοδα - ού, τα λιμενικά έξοδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заход
-
17 солнце
ο Ήλι/οςво сход - а ανατολή του - ου, το ηλιοχάρα(γ)μαзаход - а δύση του - ου, το ηλιοβασίλεμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солнце
-
18 закат
закатм1. (солнца) ἡ δύση [-ις] τοῦ ἡλίου, τό ήλιοβασίλε(υ)μα·2. перен τό τέλος, ἡ παρακμή, ἡ κατάπτωση [-ις]:\закат жизни τά ὑστερινά· на\закатеднейота γεράματα, στό τέλος τής ζωῆς. -
19 заход
заходм1. (солнца и т. п.) ἡ δύση[-ις] τοῦ ήλίου, τό ἡλιοβασίλεμα, τό λιόγερμα·2. (куда-л.) ἡ στάση [-ις], ἡ στάθμευση [-ις], ὁ πηγαιμός:без \захода в гавань χωρίς νά μπεί στό λιμάνι. -
20 склоняться
склоня||ться1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·4. грам. κλίνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δύση — η 1. η κάθοδος του ήλιου και των αστεριών στον ορίζοντα: Με τη δύση του ήλιου έπεφτε για ύπνο. 2. παρακμή, τέλος: Βρισκόταν στη δύση της ζωής του. 3. ο τόπος και ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η δύση. 4. ως κύρ. όν., Δύση η δυτική Ευρώπη, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δύση — η (AM δύσις) 1. η κάθοδος τού ήλιου ή άλλων ουράνιων σωμάτων στον ορίζοντα, το βασίλεμα 2. το σημείο τού ορίζοντα όπου εξαφανίζεται ο ήλιος 3. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η δύση 4. παρακμή, κατάπτωση, τέλος («η δύση τού αρχαίου κόσμου»)… … Dictionary of Greek
δύσῃ — δύσηι , δύσις setting of the sun fem dat sg (epic) δύ̱σῃ , δύω 1 aor subj act 3rd sg δύ̱σῃ , δύω 2 cause to sink aor part act fem dat sg (attic epic ionic) δύ̱σῃ , δύω 2 cause to sink aor subj mid 2nd sg δύ̱σῃ , δύω 2 cause to sink fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek